μεταλλογραφία

μεταλλογραφία
η
1. η επιστήμη που εξακριβώνει και μελετά τις ιδιότητες των μετάλλων.
2. χαρακτική πάνω σε μέταλλο: Πουλάει μεταλλογραφίες που τις φτιάχνει ο ίδιος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταλλογραφία — Τομέας της μεταλλουργίας, ο οποίος μελετά τη δομή των μετάλλων και των κραμάτων με μικροσκοπική κυρίως ανάλυση. Αυτός ο τύπος ανάλυσης έχει υποκαταστήσει τελείως άλλες φυσικές και χημικές μεθόδους (προσδιορισμό της θερμοηλεκτρικής ισχύος, της… …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • λιθογραφία — Τεχνική αναπαραγωγής σχεδίων ή κειμένων σε φύλλα χαρτιού. Το σχέδιο εκτελείται με ειδική μελάνη ή λιπαρό μολύβι (λιθογραφικό μολύβι) στην επιφάνεια μίας παχιάς λειασμένης πλάκας από σκληρό και ομοιογενή ασβεστόλιθο. Οι βασικές μέθοδοι λ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλογνωσία — η τεχνολ. η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη τών μετάλλων και κραμάτων, κυρίως με μεθόδους μικροσκοπίας και περίθλασης ακτίνων Χ, αλλ. μεταλλογραφία …   Dictionary of Greek

  • μεταλλογράφος — ο, η αυτός που ασχολείται με τη μεταλλογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + γράφος (< γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • μεταλλογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταλλογραφία ή στον μεταλλογράφο. επίρρ... μεταλλογραφικώς και ά με μεταλλογραφικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλογράφος] …   Dictionary of Greek

  • φερίτης — ο στη μεταλλογραφία, ο καθαρός ή ο σχεδόν καθαρός σίδηρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”